εὐφραντά — εὐφραντός pleasant neut nom/voc/acc pl εὐφραντά̱ , εὐφραντός pleasant fem nom/voc/acc dual εὐφραντά̱ , εὐφραντός pleasant fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφράντας — εὐφράντᾱς , εὐφράντης one who cheers masc acc pl εὐφράντᾱς , εὐφράντης one who cheers masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντάς — εὐφραντά̱ς , εὐφραντός pleasant fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφραντός — εὐφραντός, ή, όν (Α) [ευφραίνω] 1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος 2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά 3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά τίτλος έργου τού Τιμοκράτους. επίρρ... εὐφραντῶς (Μ) ευχάριστα, ευάρεστα … Dictionary of Greek